Από το Ισπαχάν στο Μενιλμοντάν: Η Διαδρομή του Ali Erfan

Μεταφρασμένο από τα γαλ­λικά

Η Ανατολή, με τα μυστήριά της και τα βάσανά της, ανέκαθεν τροφοδοτούσε τη δυτική φαντασία. Αλλά τι γνωρίζουμε πραγ­ματικά για τη σύγ­χρονη Περ­σία, για αυτή τη γη της ποί­ησης που έγινε το θέατρο μιας επανάστασης που ανέτρεψε την τάξη του κόσμου; Ένα παράθυρο σε αυτό το Ιράν γεμάτο αντιφάσεις μας ανοί­γει το έργο του Ali Erfan, συγ­γραφέα και κινηματογραφιστή1Κινηματογραφιστής: Ένα επει­σόδιο απει­κονίζει τις άμεσες απει­λές που βάρυναν τον καλ­λιτέχνη και επίσπευ­σαν την εξορία του. Όταν η δεύ­τερη ται­νία του προβλήθηκε στο Ιράν, ο υπουρ­γός Πολιτισμού, παρών στην αί­θου­σα, δήλωσε στο τέλος: «Ο μόνος λευ­κός τοί­χος στον οποίο δεν έχουμε ακόμη χύσει το αίμα των ακάθαρ­των, εί­ναι η οθόνη του κινηματογράφου. Αν εκτελέσουμε αυ­τόν τον προδότη και αυτή η οθόνη γίνει κόκ­κινη, όλοι οι κινηματογραφιστές θα καταλάβουν ότι δεν μπορεί κανείς να παί­ζει με τα συμ­φέροντα του μου­σουλ­μανικού λαού». που γεν­νήθηκε στο Ισπαχάν το 1946, και αναγκάστηκε σε εξορία στη Γαλ­λία από το 1981. Το έργο του, γραμ­μένο σε μια γαλ­λική γλώσσα που την έκανε δική του, εί­ναι μια συγκλονιστική μαρ­τυρία σπάνιας λεπτότητας για την τραγωδία ενός λαού και την κατάσταση του εξόριστου.

Η Γραφή ως αντίσταση

Στην τέχνη του να εξετάζει τις ψυχές που βασανίζονται από την τυραν­νία και την παραλογία του φανατισμού, πολ­λοί βλέπουν στον Ali Erfan τον άξιο κληρονόμο του μεγάλου Sadegh Hedayat2Sadegh Hedayat: Πατέρας των σύγ­χρονων ιρανικών γραμ­μάτων, θαμ­μένος στο Père-Lachaise, στο Παρίσι.. Η γραφή του, αμεί­λικτα ωμή, μας βυθίζει σε ένα σκοτεινό και καταπιε­στικό σύμπαν, σχεδόν καφ­κικό — αυτό μιας κοι­νωνίας παραδομένης στον τρόμο που εγκαθίδρυσε η «παραι­σθησιο­γόνος φιλοσοφία των ιμάμηδων»: είτε πρόκει­ται για τις διω­κόμενες γυναί­κες του Ma femme est une sainte (Η γυναίκα μου εί­ναι αγία), τους καταπιε­σμένους καλ­λιτέχνες του Dernier Poète du monde (Ο Τελευ­ταίος Ποι­ητής του κόσμου) ή τις καταραμένες μορ­φές των Damnées du paradis (Οι Καταραμένες του παραδεί­σου). Ο θάνατος που δια­ποτίζει αυ­τές τις αφηγήσεις δεν εί­ναι μόνο αυ­τός της βίας, αλλά του ολοκληρωτικού Κράτους που τη γεν­νά, αυτό το οι­κοδόμημα που, για να υψωθεί, χρειάζεται ένα τσιμέντο από σώματα. Εί­ναι το ίδιο τσιμέντο που βρίσκουμε στο Sans ombre (Χωρίς σκιά), μια ισχυρή μαρ­τυρία για τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, αυτό το «φρικτό σφαγείο», συγκρίσιμο με τις μάχες των χαρακωμάτων του Μεγάλου Πολέμου, που ήπιε το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αν­δρών:

«Υπήρ­χαν επίσης εθελοντές που, με την ιδέα να πεθάνουν, έσκαβαν το έδαφος για να κάνουν τρύπες σαν τάφους, που τις αποκαλού­σαν “νυφικό θάλαμο για τους εραστές του Θεού”.

Αλλά δεν είχε σημασία το νόημα που ο καθένας έδινε στην προσωρινή του κατοι­κία· έπρεπε να σκάψει την τρύπα του προς την κατεύ­θυνση της Μέκ­κας και όχι σε σχέση με τον εχθρό που ήταν απέναντι.»

Erfan, Ali. Sans ombre (Χωρίς σκιά), La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 2017.

Αν ο Ali Erfan δεν έχει τη χαρά να πιστεύ­ει, αυτό εί­ναι το ελάτ­τωμά του, ή μάλ­λον η δυστυχία του. Αλλά αυτή η δυστυχία οφεί­λεται σε μια πολύ σοβαρή αι­τία, θέλω να πω τα εγκλήματα που είδε να δια­πράτ­τονται στο όνομα μιας θρησκείας της οποίας οι διδασκαλίες έχουν δια­στρεβλωθεί και εκτραπεί από το αληθινό τους νόη­μα, με την πίστη να γίνεται τρέλα:

«Άνοιξε χωρίς βια­σύνη έναν από τους χοντρούς φακέλους, έβγαλε ένα φυλ­λάδιο, το εξέτασε, και ξαφ­νικά φώναξε:

— Κλεί­στε αυτή τη γυναίκα σε ένα σάκο από λινάτσα, και πετάξτε της πέτρες μέχρι να ψοφήσει σαν σκυλί. […]

Και συνέχισε, επαναλαμ­βάνοντας την ίδια χει­ρονομία, πετώντας το γραπτό εκεί­νου που είχε ταξιδέψει προς το Θεό, αρ­πάζοντας ένα άλλο […]. Σηκώθηκε απότομα, όρ­θιος πάνω στο τραπέζι, και φώναξε σαν τρελός:

— Να στραγ­γαλίσει ο πατέρας τον γιο του με τα ίδια του τα χέρια…»

Erfan, Ali. Le Dernier Poète du monde (Ο Τελευ­ταίος Ποι­ητής του κόσμου), μετάφρ. από τα περ­σικά από τον συγ­γραφέα και τη Michèle Cristofari, La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «L’Aube poche», 1990.

Περί εξορίας και μνήμης

Η εξορία εί­ναι μια πληγή που ποτέ δεν κλεί­νει εντελώς. Στο Adieu Ménilmontant (Αντίο Μενιλ­μοντάν), ο Ali Erfan εγκαταλεί­πει για λίγο τη γενέτειρα Περ­σία του για να μας μιλήσει για τη Γαλ­λία, τη γη που τον υποδέχτηκε. Το μυθιστόρημα εί­ναι ένας φόρος τιμής στην οδό Μενιλ­μοντάν, αυτή την κοσμοπολίτικη συνοι­κία του Παρισιού όπου έζησε και άσκησε το επάγ­γελμα του φωτογράφου. Εί­ναι ένα τρυφερό και μερικές φορές σκληρό χρονικό της ζωής των «χαμένων του κόσμου», αυ­τών των παριών της ζωής που, όπως κι εκεί­νος, προσάραξαν σε αυτό το καταφύγιο. Ωστόσο, ακόμη και στη Γαλ­λία, το Ιράν δεν εί­ναι ποτέ μακριά. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα πρόσωπα, όλα θυμίζουν τη χαμένη Ανατολή. Μια μνήμη που, για να παλέψει ενάντια στη λήθη, επιλέγει από το παρελ­θόν τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά.

Κάθε φορά που αναλαμ­βάνει να γράψει, ο Ali Erfan αναζητά τον χρόνο της πρώτης του νιότης. Γεύ­εται την έκ­σταση της ανάμνησης, την ευ­χαρίστηση να ξαναβρίσκει τα χαμένα και ξεχασμένα πράγ­ματα στη μητρική γλώσ­σα. Και, καθώς αυτή η ανακτημένη μνήμη δεν αφηγεί­ται πιστά αυτό που συνέβη, αυτή εί­ναι ο πραγ­ματικός συγ­γραφέας· και ο Ali Erfan εί­ναι ο πρώτος της αναγνώστης:

«Τώρα, γνωρίζω τη γλώσσα της [τα γαλ­λικά]. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω. […] Η κυρία λέει: “Αγάπη μου, πες: για­σεμί”. Δεν θέλω. Θέλω να προφέρω το όνομα του λου­λου­διού που ήταν στο σπίτι μας. Πώς το έλεγαν; Γιατί δεν θυμάμαι; Αυτό το μεγάλο λου­λούδι που φύτρωνε στη γωνία της αυ­λής. Που ανέβαι­νε, που γύριζε. Σκαρ­φάλωνε πάνω από την πόρτα του σπιτιού μας, και έπεφτε στον δρόμο. […] Πώς το έλεγαν; Μύριζε ωραία. Η κυρία λέει ξανά: “Πες, αγάπη μου”. Εγώ, κλαίω, κλαίω…»

Erfan, Ali. Le Dernier Poète du monde (Ο Τελευ­ταίος Ποι­ητής του κόσμου), μετάφρ. από τα περ­σικά από τον συγ­γραφέα και τη Michèle Cristofari, La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «L’Aube poche», 1990.

Το έργο του Ali Erfan, ταυ­τόχρονα μοναδικό και οι­κου­μενικό, μας βυθίζει σε μια καταπιε­στική Ανατολή, όπου βαραί­νει το μολύβδινο καπάκι μιας πλοκαμώδους θεοκρατίας. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να φοβηθεί ότι ο συγ­γραφέας της εξορίας, παρά τη θέλησή του, χρησιμεύει μόνο στο να τρέφει τα στερεότυπα της “δυτικής ισλαμοφοβίας” — μια θέση στην καρ­διά του “Εί­ναι η λογοτεχνία της εξορίας μια ελάσ­σων λογοτεχνία;” του Hessam Noghrehchi. Αλλά όποιος θα έβλεπε μόνο αυτή την πλευρά των πραγ­μάτων θα έχανε το ου­σιώδες· διότι ανέκαθεν, ο περ­σικός πολιτισμός έκανε τον χωρισμό και την εξορία πηγή του πιο αγνού του τραγου­διού. Αυτό εί­ναι το μάθημα του φλάου­του του Ρου­μί, του οποίου η υπέροχη μου­σική γεν­νιέται από το στέλεχός του που ξεριζώθηκε από τον γενέθλιο καλαμώνα του: “Άκουσε το καλάμινο φλάουτο να διηγεί­ται μια ιστορία· θρηνεί για τον χωρισμό: ’Από τότε που με έκοψαν από τον καλαμώνα, το παράπονό μου κάνει τον άν­δρα και τη γυναίκα να στενάζουν’”. Η φωνή του Ali Erfan, όπως αυ­τού του φλάου­του, δεν γεν­νιέται λοι­πόν παρά το ρήγ­μα, αλλά ακριβώς μέσω αυ­τού, μετου­σιώνοντας τη βαναυ­σότητα του πραγ­ματικού σε μια συγκινητική μελωδία.


Για περαιτέρω εμβάθυνση

Γύρω από το Adieu Ménilmontant (Αντίο Μενιλμοντάν)

Παραθέσεις

«[…] αγαπώ αυ­τόν τον δρόμο. Εί­ναι η σφαγίτιδα φλέβα μιας συνοι­κίας που παραμένει το καταφύγιο όλων των χαμένων του κόσμου. Εδώ και γενιές οι παρίες της ζωής προσαράζουν σε αυτό το μέρος, όπως εγώ, οι­κείος αυ­τών των τόπων και όμως πιο ξένος από ποτέ.

Ας μην τα περιπλέκου­με! Έχοντας χάσει σιγά σιγά κάθε νοσταλ­γία για τη χώρα μου και μη επιθυμώντας, εξάλ­λου, να ανήκω σε αυτή την πόλη, νιώθω από το που­θενά. Νιώθω ελεύ­θερος!»

Erfan, Ali. Adieu Ménilmontant (Αντίο Μενιλ­μοντάν), La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 2005.

Λήψεις

Ηχητικές εγγραφές

Γύρω από τη La 602e nuit (Η 602η νύχτα)

Παραθέσεις

«Σηκώθηκα για να ανοίξω την κουρ­τίνα. Χύθηκε στο δωμάτιο ένα μείγμα ψυχρής, σεληνια­κής διαύ­γειας και ζεστού φωτός που διέχεαν τα φανάρια του δρόμου. Ήταν ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, μέχρι και τα γάντια. Είχε βάλει τόση υπερ­βολή που το πρόσωπό της μου φάνηκε εντελώς ξένο, πλαι­σιω­μένο από το μαντίλι. Αλλά μόλις το έβγαλε, ανακάλυψα τα μακριά της μαλ­λιά, που κυμάτιζαν περισ­σότερο από ποτέ μέχρι τη μέση της. Και την αναγνώρισα. Κρατούσε επίσης μια αν­θοδέσμη στο χέρι. Χαμογέλασα:

— Με βλέπεις μπερ­δεμένο.

— Μην αστειεύ­εσαι, δεν εί­ναι για σένα.»

Erfan, Ali. La 602e nuit (Η 602η νύχτα), μετάφρ. από τα περ­σικά από την Anita Niknam και τον Jean-Luc Moreau, La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 2000.

Γύρω από τη La Route des infidèles (Ο Δρόμος των απίστων)

Παραθέσεις

«Εδώ και μια ώρα, είχα χάσει τον Οστάντ μέσα στο πλήθος. Προσπαθούσα να ακούσω τις συνομιλίες των προσκυνητών κάτω από τον τρού­λο. Αλλά δεν άκουγα τίποτα παρά ασαφές και συγκεχυμένο. Χανόμουν, και όλο και περισ­σότερο. Σε μια γωνία, ένας ηλικιω­μένος άν­δρας έκανε την προσευχή του. Ήταν απόλυτα ευ­γενής. Από μακριά, μου φάνηκε ότι ήταν αποκομ­μένος από τον κόσμο και ότι είχε την αιω­νιότητα μπροστά του. Με τραβού­σε. Μόλις βρέθηκα κοντά του, στον τοί­χο, είδα ότι τα χείλη του κινού­νταν.»

Erfan, Ali. La Route des infidèles (Ο Δρόμος των απίστων), La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 1991.

Γύρω από το Le Dernier Poète du monde (Ο Τελευταίος Ποιητής του κόσμου)

Παραθέσεις

«Η αφήγησή μου θα εί­ναι γρήγορη όπως ο άγ­γελος του θανάτου όταν ξεπροβάλ­λει από το παράθυρο ή από τη σχισμή κάτω από την πόρ­τα, αρ­πάζει την ψυχή του χει­ρότερου τυράν­νου και εξαφανίζεται αμέσως από τον ίδιο δρόμο, παίρ­νοντας μαζί την ψυχή ενός ποι­ητή.»

Erfan, Ali. Le Dernier Poète du monde (Ο Τελευ­ταίος Ποι­ητής του κόσμου), μετάφρ. από τα περ­σικά από τον συγ­γραφέα και τη Michèle Cristofari, La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «L’Aube poche», 1990.

Γύρω από τις Les Damnées du paradis (Οι Καταραμένες του παραδείσου)

Παραθέσεις

«Δεν έγραψα αυτή την ιστορία. Την έλαβα ταχυδρομικώς. Στον φάκελο, κάποιος είχε κολ­λήσει μια ετικέτα και είχε πληκτρολογήσει με μικρούς χαρακτήρες το όνομά μου και τη διεύ­θυνσή μου στο ει­κοστό δια­μέρισμα του Παρισιού. Άνοιξα το πακέτο και ανακάλυψα φύλλα μαυ­ρισμένα από ένα κακό γραφικό χαρακτήρα, από ένα βια­στικό χέρι. Ήταν βρώμικα και ανόμοιου μεγέθους. Το καθένα θα μπορούσε να ανήκει σε δια­φορετικό αιώνα. Ένα από αυτά φαι­νόταν σαν ξεριζωμένο από το ποτάμι, τόσο μου­σκεμένο ήταν. Κάποιος το είχε στεγνώσει και, πάνω στους λεκέδες, είχε ανασυστήσει ορισμένες λέξεις δια­λυμένες από το νερό, που ακόμη δια­κρίνονταν. Στην πρώτη εξέταση, προφανώς, δεν παρατήρησα αυτή τη λεπτομέρεια, όπως δεν σκέφτηκα ότι δάκρυα μάλ­λον παρά το νερό του ποταμού θα μπορού­σαν να εί­χαν ξεπλύνει τις γραμ­μές μέχρι να τις κάνουν αόρατες.»

Erfan, Ali. Les Damnées du paradis (Οι Καταραμένες του παραδεί­σου), μετάφρ. από τα περ­σικά από τον συγ­γραφέα και τη Michèle Cristofari, La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, 1996 (επανέκ­δοση 2017).

Γύρω από το Ma femme est une sainte (Η γυναίκα μου είναι αγία)

Παραθέσεις

«Δεν θυμάμαι πότε και πού διάβασα αυτή την ιστορία3Αυτή η ιστορία εί­ναι εκείνη της ίδρυσης της πόλης Ζομπεΐντε, από το βιβλίο Οι Αόρατες Πόλεις του Italo Calvino.· αλλά έχω επίγνωση ότι τα όνειρά μου του παρελ­θόντος, τα είχα κατασκευάσει μετά την ανάγνωση αυ­τής της νου­βέλας.

Η ιστορία αφηγού­νταν ότι άν­δρες, που ζού­σαν σε περιο­χές απομακρυσμένες η μία από την άλ­λη, εί­χαν ξαφ­νικά αρ­χίσει να βλέπουν το ίδιο όνει­ρο: ένα φεγ­γαρόφωτο εμ­φανιζόταν τη νύχτα, σε μια έρημη, άγνωστη πόλη. Μια γυμνή γυναίκα έτρεχε στα σοκάκια, είχε μακριά μαλ­λιά, τη βλέπαμε μόνο από πίσω. Κάθε ονει­ρευόμενος την κυνηγούσε μέσα στην πόλη, αλλά ξαφ­νικά, η γυναίκα εξαφανιζόταν στη στροφή ενός δρόμου, και ο ονει­ρευόμενος δεν μπορούσε πια να τη φτάσει…»

Erfan, Ali. Ma femme est une sainte (Η γυναίκα μου εί­ναι αγία), La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 2002.

Γύρω από το Sans ombre (Χωρίς σκιά)

Παραθέσεις

«Εκατοντάδες νέοι ποδοπατού­σαν στην αυ­λή. Όσο πλησίαζε κανείς στα γραφεία των στρατολόγων επικρατούσε μια αυ­ξανόμενη αναταραχή. Στον διάδρομο, πολ­λές ομάδες τσακώνονταν θορυβωδώς. Ήταν χάος: κανείς για να ενημερώσει ή να καθοδηγήσει τους νέους εθελοντές, ούτε καν οι γενειο­φόροι με τα περιβραχιόνια που έτρεχαν προς όλες τις κατευ­θύν­σεις. Εκατοντάδες μαθητές γέμιζαν τον διάδρομο· σπρώχνονταν […], αστειεύ­ονταν, χει­ροκροτού­σαν, αλλά σπάνιοι ήταν εκεί­νοι που δια­μαρ­τύρονταν. Δεν εί­χες την εντύπωση ότι έφευ­γαν για το μέτωπο, αλλά μάλ­λον για πικνίκ στις όχθες της Κασπίας Θάλασ­σας. Ο πόλεμος ήταν μακριά, ο θάνατος ήταν απών.»

Erfan, Ali. Sans ombre (Χωρίς σκιά), La Tour-d’Aigues: Éditions de l’Aube, coll. «Regards croisés», 2017.

Βιβλιογραφία

Avatar photo
Yoto Yotov
Articles : 120